ψαρομάλλης

ψαρομάλλης
ο
θηλ. και -ούσα αυτός που έχει ψαρά μαλλιά, ο γκριζομάλλης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ψαρομάλλης — και ψαρόμαλλος, ο, θηλ. ψαρομαλλούσα, Ν γκριζομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψαρός + μάλλης/ μαλλος (< μαλλί), πρβλ. κοκκινο μάλλης] …   Dictionary of Greek

  • αλφιτόχρως — ἀλφιτόχρως ( ωτος), ο, η (Α) αυτός που έχει το χρώμα κριθαρένιου αλευριού, γκρίζος, ψαρομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλφιτον ( α) + χρως < χρὼς «χρῶμα»] …   Dictionary of Greek

  • γαλεώτης — γαλεώτης, ο (Α) 1. είδος κηλιδωτής σαύρας, ο ασκαλαβώτης* 2. ο ξιφίας 3. η ικτίς 4. φρ. «γαλεώτης γέρων» γέρος ψαρομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλέη, γαλή + (επίθημα) ώτης με τις σημ. 1 και 3, ενώ < γαλεός + (επίθημα) ώτης με τη σημ. 2, εκτός αν… …   Dictionary of Greek

  • μεσοπόλιος — και μεσαιπόλιος, ον (ΑM) 1. αυτός ο οποίος έχει κατά το ήμισυ λευκές τρίχες, γκριζομάλλης, ψαρομάλλης 2. (κατ επέκτ.) μεσήλικος, μεσόκοπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + πολιός «γκρίζος, ψαρός» (πρβλ. υπο πόλιος). Για τον τ. μεσαιπόλιος βλ. μεσ(ο) ] …   Dictionary of Greek

  • μιξοπόλιος — μιξοπόλιος, ὁ (Μ) ψαρομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) τού μίγνυμι* / μείγνυμι + πολιός «γκρίζος» (πρβλ. υποπόλιος)] …   Dictionary of Greek

  • πολίωμα — τὸ, Μ [πολιῶ / οῡμαι] η απόκτηση πολιού τριχώματος, το να γίνει κάποιος ψαρομάλλης …   Dictionary of Greek

  • ψαρόμαλλος — ο, Ν βλ. ψαρομάλλης …   Dictionary of Greek

  • γκριζομάλλης, -α, -ικο — αυτός που έχει γκρίζα μαλλιά, ψαρομάλλης: Ο πατέρας μου είναι γκριζομάλλης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”